- μεσοβασίλειος
- μεσοβασίλειος, -ον (Α)αυτός που ανήκει η αναφέρεται στη μεσοβασιλεία ή στον μεσοβασιλέα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + βασίλειος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσοβασίλειος — belonging to an interrex masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοβασίλειον — μεσοβασίλειος belonging to an interrex masc/fem acc sg μεσοβασίλειος belonging to an interrex neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)